Η καρδιά του αθλητή δεν είναι παθολογική κατάσταση. Περιγράφει τις φυσιολογικές αλλαγές που συμβαίνουν στις καρδιές των ατόμων που συμμετέχουν σε έντονη αθλητική προπόνηση. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε έντονη αερόβια άσκηση η καρδιά μπορεί να χρειαστεί να αντλήσει και να προωθήσει περίπου πέντε φορές περισσότερο αίμα απ’ ότι σε συνθήκες ηρεμίας. Οι μεταβολές αυτές περιλαμβάνουν μικρές αυξήσεις στο μέγεθος των κοιλοτήτων της καρδιάς (κοιλίες – κόλποι), καθώς και ανάλογες μικρές αυξήσεις στο πάχος του καρδιακού μυός. Νεότερες μελέτες δείχνουν επίσης μικρές αυξήσεις στη διάμετρο του κύριου αιμοφόρου αγγείου από την καρδιά. Αυτές οι αλλαγές θεωρούνται «προσαρμοστικές» – δηλαδή, αντανακλούν θετικές αλλαγές που επιτρέπουν στην καρδιά αυξημένη ικανότητα να παρέχει αίμα και οξυγόνο στους ιστούς που ασκούνται. Δεδομένου ότι η μέγιστη καρδιακή συχνότητα τείνει να ποικίλλει ανάλογα με το άτομο και την ηλικία, ο βασικός μηχανισμός για την αύξηση της απόδοσης της καρδιάς είναι η αύξηση της ποσότητας του αίματος που παρέχεται ανά παλμό (επίσης γνωστός ως όγκος παλμού). Αυτό επιτυγχάνεται με την αύξηση του μεγέθους και της διατασιμότητας των κοιλοτήτων.
Πως όμως μπορούμε να διακρίνουμε αυτές τις «προσαρμοστικές» μεταβολές από παθολογικές καταστάσεις, όπως οι μυοκαρδιοπάθειες;
Τα άτομα που αθλούνται συστηματικά κι έχουν έντονη φυσική δραστηριότητα καλό είναι να παρακολουθούνται τακτικά από καρδιολόγο. Συνήθως πέραν του ατομικού και οικογενειακού ιστορικού, πραγματοποιούμε ηλεκτροκαρδιογράφημα ηρεμίας (συχνά παρατηρείται βραδυκαρδία και άλλα ειδικά ευρήματα), δοκιμασία κοπώσεως και υπερηχογράφημα καρδιάς, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί και μαγνητική τομογραφία καρδιάς. Η τελευταία προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες για το μέγεθος των κοιλοτήτων και του πάχους των τοιχωμάτων της καρδιάς με μεγάλη ακρίβεια, την ορθή πορεία των στεφανιαίων αρτηριών, ενώ μπορεί και να χαρακτηρίσει τον μυοκαρδιακό ιστό («μη επεμβατική βιοψία»).
Σε περιπτώσεις που κάποιος έχει συμπτώματα (όπως πόνος στο στήθος) ή οι μετρήσεις που αναφέραμε είναι στη γκρίζα ζώνη μεταξύ φυσιολογικού και παθολογικού, θα πρέπει ο ειδικός καρδιολόγος να διακρίνει αν υπάχει κάποια παθολογία (όπως υπερτροφική, διατατική, ή αρρυθμιογόνος μυοκαρδιοπάθεια) και να δώσει τις κατάλληλες οδηγίες, τόσο για τη συνέχιση ή όχι της άσκησης, όσο και για τη συχνότητα και το είδος της παρακολούθησης.