Τι είναι;
Είναι μια εξειδικευμένη εξέταση που τα τελευταία χρόνια γνωρίζει μεγάλη ανάπτυξη λόγω των πλεονεκτημάτων που προσφέρει στη διάγνωση και παρακολούθηση πολλών καρδιαγγειακών παθήσεων.
Πως γίνεται;
Τεχνικά, βασίζεται στο φαινόμενο του μαγνητικού συντονισμού και τη χρήση κυμάτων ραδιοσυχνότητας, μέσω των οποίων με την κατάλληλη επεξεργασία λαμβάνονται εικόνες υψηλής ευκρίνειας. Είναι ασφαλής κι ανώδυνη εξέταση, χωρίς να εκθέτει τον ασθενή σε ακτινοβολία, και δε χρειάζεται ειδική προετοιμασία. Η διάρκεια της συνήθως είναι 30-45 λεπτά. Κατά την έναρξη της εξέτασης, ο ασθενής ξαπλώνει στο ειδικό κρεβάτι του μαγνήτη, συνδέεται με ηλεκτρόδια για την παρακολούθηση του καρδιακού ρυθμού, και φοράει ειδικά ακουστικά για να μην ενοχλείται από το θόρυβο του μηχανήματος. Κατά τη διάρκεια της εξέτασης, ο ασθενής καλείται να ακολουθήσει τις οδηγίες που ακούει για την αναπνοή του (εισπνοή – εκπνοή – κράτημα αναπνοής). Είναι σημαντικό να συμμορφώνεται με αυτές τις οδηγίες για τη λήψη εικόνων μεγαλύτερης ευκρίνειας. Σχεδόν πάντα, γίνεται χρήση ειδικού σκιαγραφικού ενδοφλεβίως (γαδολίνιο), το οποίο είναι ασφαλές και έχει ελάχιστες παρενέργειες (διαφορετικό από αυτά που χρησιμοποιούνται σε άλλες απεικονιστικές εξετάσεις).
Αντενδείξεις
Δεν εφαρμόζεται σε άτομα με μη συμβατούς βηματοδότες ή απινιδωτές (αρκετοί νεότεροι βηματοδότες δεν αποτελούν αντένδειξη), ηλεκτρονικές συσκευές (αντλίες ινσουλίνης, ορισμένα κοχλιακά εμφυτεύματα), μεταλλικά ξένα σώματα, σοβαρού βαθμού νεφρική ανεπάρκεια, ή αλλεργία στο σκιαγραφικό. Η κλειστοφοβία αποτελεί σχετική αντένδειξη και μπορεί να αντιμετωπιστεί με κατάλληλη προετοιμασία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι προσθετικές καρδιακές βαλβίδες (μεταλλικές ή βιολογικές) και τα stent των στεφανιαίων αγγείων δεν αποτελούν αντένδειξη.
Τι μας προσφέρει;
Μας δίνει χρήσιμες πληροφορίες για την ανατομία και λειτουργικότητα της καρδιάς με μεγαλύτερη ακρίβεια από το υπερηχογράφημα, αφού λαμβάνει τομές σε πολλαπλά επίπεδα της καρδιάς, και δεν έχει περιορισμούς από τη σωματοδομή του ατόμου ή συνοδές παθήσεις (π.χ. ΧΑΠ) που δυσχεραίνουν την απεικόνιση στο απλό υπερηχογράφημα καρδιάς. Επίσης, εξετάζει την ανατομία των μεγάλων αγγείων, όπως της αορτής, με μεγάλη ακρίβεια κι επαναληψιμότητα.
Το μεγαλύτερο, ωστόσο, πλεονέκτημα της μεθόδου είναι ότι μας δίνει χρήσιμες πληροφορίες για τη σύσταση του μυοκαρδίου, θέτοντας πολλές φορές τη διάγνωση σε δύσκολα και αμφιλεγόμενα προβλήματα της καρδιάς (όπως η βιοψία, αλλά αναίμακτα). Μπορεί λοιπόν να ανιχνεύσει την ίνωση του μυοκαρδίου (όπως σε έμφραγμα, μυοκαρδιοπάθεια), τη φλεγμονή – οίδημα (όπως σε μυοκαρδίτιδα), το λίπος, τη μεθαιμοσφαιρίνη (όπως σε μεσογειακή αναιμία).
Οι κυριότερες ενδείξεις είναι:
- Στεφανιαία νόσος (οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, χρόνια στεφανιαία νόσος, θωρακικό άλγος)
- Μυοκαρδίτιδα – περικαρδίτιδα
- Μυοκαρδιοπάθειες (υπερτροφική, διατατική, αρρυθμιογόνος, από διηθητική νόσο όπως σαρκοείδωση ή αμυλοείδωση, από υπερφόρτιση σιδήρου όπως σε μεσογειακή αναιμία με πολλαπλές μεταγγίσεις)
- Μυοκαρδιοπάθειες (υπερτροφική, διατατική, αρρυθμιογόνος, από διηθητική νόσο όπως σαρκοείδωση ή αμυλοείδωση, από υπερφόρτιση σιδήρου όπως σε μεσογειακή αναιμία με πολλαπλές μεταγγίσεις)
- Συγγενείς καρδιοπάθειες (εκ γενετής)
- Καρδιακές μάζες (όγκοι, θρόμβοι)
- Παθήσεις αορτής (διάταση-ανεύρυσμα, διαχωρισμός)
- Βαλβιδοπάθειες
- Διερεύνηση αιτιών καρδιακών αρρυθμιών, και απεικόνιση της ανατομίας των πνευμονικών φλεβών προ κατάλυσης κολπικής μαρμαρυγής
Συγκεκριμένα, γίνεται διάκριση μεταξύ ισχαιμικής (από στεφανιαία νόσο) και μη ισχαιμικής αιτιολογίας της καρδιακής ανεπάρκειας, ανιχνεύονται τμηματικές διαταραχές κινητικότητας
και καθορίζεται με ακρίβεια η λειτουργικότητα και οι διαστάσεις της καρδιάς, εκτιμάται η αιμάτωση του μυοκαρδίου στην ηρεμία (πιθανή ισχαιμία), η βιωσιμότητα τμημάτων του μυοκαρδίου μετά από έμφραγμα (αν δηλαδή αξίζει να γίνει επαναιμάτωση με αγγειοπλαστική-stent ή bypass–CABG), η ίνωση-ουλή μετά από έμφραγμα ή μυοκαρδίτιδα ή μυοκαρδιοπάθεια.
Με τις πληροφορίες που λαμβάνονται από την εξέταση, εκτός από τη διάγνωση των ανωτέρω παθήσεων, καθορίζεται και η πρόγνωση των ασθενών, καθοδηγώντας έτσι την περαιτέρω παρακολούθηση και θεραπεία.