Η εξέταση αυτή αποτελεί εδώ και χρόνια βασικό εργαλείο για τη διάγνωση ασθενών που πάσχουν από στεφανιαία νόσο, δηλαδή έχουν στενώσεις στα αγγεία που αιματώνουν την ίδια την καρδιά (στεφανιαία). Κάτι τέτοιο μπορεί να μην προκαλεί αλλαγές στο απλό ηλεκτροκαρδιογράφημα ή το υπερηχογράφημα ηρεμίας, κι έτσι να διαλάθει της προσοχής.

Με το τεστ κοπώσεως εκτιμώνται τα συμπτώματα (στηθάγχη, δύσπνοια, ζάλη) και οι ηλεκτροκαρδιογραφικές αλλοιώσεις κατά τη διάρκεια της κόπωσης, που πιθανόν οφείλονται σε ισχαιμία του μυοκαρδίου (δηλ, λόγω των στενώσεων δεν επαρκεί το οξυγόνο που παρέχεται στην καρδιά, γιατί κατά την κόπωση οι ανάγκες αυτές είναι αυξημένες). Επίσης, αξιολογούνται τυχόν αρρυθμίες στην ηρεμία και στην κόπωση, ενώ παράλληλα εκτιμάται και η μεταβολή της αρτηριακής πίεσης. Έτσι λοιπόν ενδείκνυται για περαιτέρω εκτίμηση των ασθενών με αρρυθμίες και με αρτηριακή υπέρταση.

Εκτός όμως από τη διάγνωση της στεφανιαίας νόσου, συμβάλει και στην πρόγνωση των ασθενών που έχουν ήδη περάσει κάποιο έμφραγμα ή έχουν κάνει αγγειοπλαστική ή bypass, καθώς και στην παρακολούθηση της θεραπείας τους.